πέδον

πέδον
πέδον, τό, ([etym.] πούς)
A ground, earth, first in h.Cer.455 (πέδονδε is used in Hom.) : freq. in later Poetry, Pi.O.10.46, P.1.28, etc. ; χθονὸς π. A.Pr.1 ; γῆς π. Ar.Nu.573 (lyr.) ;

π. κελεύθου στρωννύναι A.Ag. 909

.
2 of a particular site, esp. of sacred ground (poet. and used only in sg.), Ζηνὸς εὐθαλὲς π., of Nemea, B.8.5 ; Κρισαῖον π. S. El.730 ; Αλοξίου π. A.Ch. 1036 ; Παλλάδος κλεινὸν π., i.e. the Acropolis, Ar.Pl.772 ; ἁγνὸν ἐς Θήβης π. Eub. 10, cf. 66 ; πέδον c. gen. loci periphr. for the place itself, Εὐρώπης π. A.Pr.734 ; Λήμνου. S.Ph. 1464 (anap.), etc.
3 with a Prep., νεύειν ἐς π. Id.Ant.441 ; πρὸς πέδῳ βαλεῖν, κεῖσθαι, A.Fr.183, S.OT180 (lyr.).
4

πέδῳ

on the ground, to earth, h. Cer.

455

; πεσόντος αἵματος π. A.Ch.48 (lyr.), cf. Eu.263 (lyr.), 479, S.El.747 ;

ῥίπτειν πέδῳ E.IA39

(anap.), cf. Or. 1433, 1440 (both lyr.) ;

πέδῳ σκήψασα A.Pr.749

; πέδοι shd. perh. be read for πέδῳ in Trag., as also for πέδον in the phrases πέδον πατεῖν, πέδον πατεῖσθαι, A.Ag. 1357, Ch.643 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πέδον — ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδον — τὸ, Α 1. το έδαφος, η γη 2. (στη δοτ. ως επίρρ.) πέδῳ στο έδαφος, καταγής 3. φρ. α) «Ζηνὸς εὐθαλὲς πέδον» η Νεμέα β) «Παλλάδος κλεινὸν πέδον» η Αθήνα και ιδίως η Ακρόπολη γ) «Λήμνου πέδον» η Λήμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέδον ανάγεται στην απαθή βαθμίδα …   Dictionary of Greek

  • πέδω — πέδον ground neut nom/voc/acc dual πέδον ground neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδοις — πέδον ground neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδου — πέδον ground neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδων — πέδον ground neut gen pl πέδων one in fetters masc nom/voc sg πεδάω bind with fetters imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πεδάω bind with fetters imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδῳ — πέδον ground neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράσπεδο — το (AM κράσπεδον) 1. το ακρότατο μέρος ενός πράγματος 2. το άκρο υφάσματος, η ούγια, ή ενδύματος, ο γύρος, ο ποδόγυρος (α. «η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα τών ενδυμάτων της», Παπαδ. β. «ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • οικόπεδο — το (Α οἰκόπεδον) συνεχόμενη έκταση γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο, ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους ιδιοκτήτες εξ αδιαιρέτου και προορίζεται για οικοδόμηση ή πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί κτίσμα (α. «το οικόπεδο είναι ακόμη… …   Dictionary of Greek

  • λακκόπεδον — και λακόπεδον, τὸ (Α.) το όσχεον. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + πέδον «έδαφος» (πρβλ. γή πεδον, οικό πεδον)] …   Dictionary of Greek

  • μυχόπεδον — μυχόπεδον, τὸ (Α) (κατά τον Φώτ.) «γῆς βάθος, ᾅδης», τα έγκατα τής Γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + πέδον «έδαφος» (πρβλ. λακκό πεδον, στρατό πεδον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”